καθεκτῶν

καθεκτῶν
καθέκτης
trap-door
masc gen pl
καθεκτός
to be held back
fem gen pl
καθεκτός
to be held back
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θυρίδιο — το (Μ θυρίδιον) μικρή θύρα νεοελλ. ναυτ. μικρή τετράγωνη δίοδος διά μέσου τών καθεκτών, η τρύπα τού κουθουσιού μσν. 1. η πύλη τού αγίου βήματος 2. είσοδος, έμπασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. μαχαιρ ίδιον, χοιρ ίδιον)] …   Dictionary of Greek

  • καθεκτός — καθεκτός, ή, όν (Α) 1. αυτός που επιδέχεται αναχαίτιση, δεκτικός συγκράτησης, εμποδιζόμενος, αναχαιτιζόμενος («θρασὺς καὶ βδελυρὸς οὐδὲ καθεκτός», Δημοσθ.) 2. δεκτικός κατοχής («τῶν πραγμάτων οὐκέτι πολλοῑς ὄντων καθεκτῶν» επειδή η εξουσία δεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”